ιστορικό παρελθόν, ιδιαίτερο περιβαλλοντικό και γεωμορφολογικό ενδιαφέρον και μεγάλο υδατικό δυναμικό. Είναι άμεσα συνυφασμένη με το στοιχείο του νερού, καθώς συνολικά εφτά παραπόταμοι του Εδεσσαίου ποταμού διατρέχουν την πόλη και δημιουργούν τους δώδεκα πασίγνωστους καταρράκτες της. Εξάλλου, το όνομα της Έδεσσας αποδίδεται ως «Πύργος μέσα στο νερό» (υδάτινη πόλη ή πύργος) ή διαφορετικά «Πόλη Πάνω στο Νερό» και «Πολιτεία των Νερών».
Σε ένα ευρύτερο δίκτυο περιβαλλοντικού, υδρολογικού και οικολογικού ενδιαφέροντος, η Έδεσσα, ο Έδεσσαίος ποταμός και οι καταρράκτες δημιουργούν μια υδάτινη διαδρομή που ξεκινάει από της λίμνες Οχρίδας (+695m), Μικρής (+857m) και Μεγάλης Πρέσπας (+852m), συνεχίζει στη λίμνη Bεγορίτιδα (+540m) (περιοχή δικτύου Natura 2000), ακολουθεί τον Άγρα ποταμό και τον υγροβιότοπο Άγρα – Bρυττών – Nησίου (+470m), και περνώντας από την Έδεσσα καταλήγει ΣΤΟ ΘΕΡΜΑΙΚΟ ΚΟΛΠΟ (0M).
Στην Έδεσσα σύμφωνα με τον Ηρόδοτο βρίσκονταν οι κήποι του θρυλικού Μίδα, ενώ κατά τη μυθολογία στον μεγαλύτερο καταρράκτη της τον Κάρανο, που πήρε το όνομά του από τον πρώτο Μακεδόνα Βασιλιά, ζει η Νεράιδα των Καταρρακτών. Σύμφωνα με αρχαιολογικά ευρήματα, ωστόσο, η Έδεσσα κατοικείται από τους προϊστορικούς χρόνους. Κατά την αρχαιότητα, στη σημερινή θέση της Έδεσσας εκτείνονταν η ακρόπολη της αρχαίας Έδεσσας ενώ στα ανατολικά της βρισκόταν η κυρίως πόλη (τοποθεσία Λόγγος), η οποία έγινε πρωτεύουσα του πρώτου βασιλείου των Μακεδόνων από τον Ηρακλείδη Κάρανο το 814 π.Χ., ενώ στα χρόνια του Φίλιππου Β΄ τειχίζεται.
Στα ρωμαϊκά χρόνια γνώρισε ακμή, καθώς βρισκόταν πάνω στην περίφημη Εγνατία Οδό, ενώ κατά την εποχή του αυτοκράτορα Οκταβιανού Αυγούστου η πόλη απέκτησε νομισματοκοπείο, ένα από τα 9 που είχαν ιδρύσει οι Ρωμαίοι στη Μακεδονία. Η πόλη την ύστερη Ρωμαϊκή περίοδο ονομάζεται Βοδενά και από τότε είναι γνωστή και η χρήση του νερού για παραγωγή ενέργειας με νερόμυλους τους αρχαίους υδραλέτες. Κατά τα Βυζαντινά χρόνια η πόλη εξελίσσεται σε βυζαντινό φρούριο και πλέον εκτείνεται μόνο στην περιοχή της ακρόπολης κυρίως λόγω της εγκατάλειψης της κάτω πόλης εξαιτίας πολλών πλημμυρών. Το 989 μ.Χ. η Έδεσσα καταλαμβάνεται από τον Βούλγαρο Σαμουήλ και γίνεται έδρα του προσωρινού κράτους του. Το 1003 μ.Χ. η πόλη απελευθερώνεται από τον αυτοκράτορα Βασίλειο Β΄ τον Βουλγαροκτόνο, το 1204 καταλαμβάνεται από τους Σταυροφόρους, ενώ για τα επόμενα χρόνια και μέχρι το 1398 μ.Χ. που την κατέκτησαν οι Οθωμανοί η πόλη καταλαμβάνεται αλλεπάλληλα από Σέρβους και βυζαντινούς αυτοκράτορες. Στη νεότερη ιστορία η Έδεσσα συμμετέχει τόσο στην ελληνική επανάσταση όσο και στο Μακεδονικό Αγώνα, ενώ η πόλη απελευθερώνεται το 1912 και ενσωματώνεται στο ελληνικό κράτος ως πρωτεύουσα του Νομού Πέλλας.
Η Έδεσσα γνωρίζει μεγάλη ακμή και εξελίσσεται σε οργανωμένο βιομηχανικό κέντρο (κλωστοϋφαντουργία και μεταξουργία). Πρωτεύοντα ρόλο στην ανάπτυξή της έχει το νερό ως πηγή δύναμης και ενέργειας˙ νερόμυλοι, μπατάνια, σησαμοτριβεία, ηλεκτρογεννήτριες χρησιμοποιούν τη δύναμη του νερού, ενώ η σύνδεση της πόλης με το σιδηροδρομικό δίκτυο αλλά και κοινωνικές ανακατατάξεις στην περιοχή καθιστούν την Έδεσσα ένα μεγάλο εμπορικό και οικονομικό κέντρο. Ταυτόχρονα, η Έδεσσα αναδεικνύεται και ως πόλος έλξης τουριστικού ενδιαφέροντος, λόγω του ιδιαίτερου περιβάλλοντός της και των καταρρακτών της. Η πόλη διαφημίζεται με την βοήθεια Γάλλων φωτογράφων στρατιωτών ήδη από τα χρόνια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Μάλιστα, εικάζεται ότι μεταξύ ΤΩΝ ΣΤΡΑΤΙΩΤΩΝ ΠΟΥ ΗΡΘΑΝ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ ΗΤΑΝ ΚΑΙ ο μετέπειτα ηγέτης του Βιετνάμ Χο Τσι Μινχ. Στη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, τέλος, οι Γερμανοί μετατρέπουν το άλλοτε πανάρχαιο νεκροταφείο της πόλης στο σύγχρονο Πάρκο των Καταρρακτών. Τις τελευταίες δεκαετίες η οικονομία της Έδεσσας βασίζεται στον αγροτικό τομέα, όπως και στον τομέα του τουρισμού, καθώς το φυσικό και ανθρωπογενές της περιβάλλον προσελκύει πλήθος τουριστών.
Η ιστορία της πόλης είναι παρούσα τόσο στο οικιστικό της περιβάλλον όσο και στις εγκαταστάσεις και στις υποδομές που έχουν σχέση με το νερό του Εδεσσαίου ποταμού. Έτσι στην Έδεσσα συναντάμε τον αρχαιολογικό χώρο της αρχαίας πόλης της Έδεσσας, την παραδοσιακή συνοικία της Έδεσσας, το Βαρόσι, περιοχή με ιδιαίτερη αρχιτεκτονική και πολεοδομική φυσιογνωμία, το Γενί Τζαμί (1904), την παλιά βυζαντινή γέφυρα Κιουπρί ΠΟΥ ΠΕΡΝΟΥΣΕ ΑΛΛΟΤΕ Η ΑΡΧΑΙΑ ΕΓΝΑΤΙΑ ΟΔΟΣ, πλήθος βυζαντινών ναών (Ναός Κοίμησης της Θεοτόκου, Ναός Αποστόλου Πέτρου και Παύλου) αλλά και κτίρια με νεοκλασικές επιδράσεις (Παρθεναγωγείο). Σύγχρονα κτίρια πολιτιστικού ενδιαφέροντος είναι το Λαογραφικό Μουσείο της Έδεσσας και το Πολιτιστικό Κέντρο.
Ωστόσο σημαντικό πολιτιστικό απόθεμα με ιδιαίτερη ιστορική και κυρίως περιβαλλοντική σημασία της πόλης είναι τα στοιχεία της που συνδέονται με τα νερά του Εδεσσαίου ποταμού. Έτσι, από την Έδεσσα ξεκινούν οι Δρόμου του Νερού που εκτείνονται σε όλη την Κεντρική Μακεδονία και ως δίκτυο «Waternet» σε όλα τα Βαλκάνια. Ο ποταμός Εδεσσαίος ξεκινά την πορεία του στην πόλη δίπλα από την κατάφυτη περιοχή του Πασά-Τσαΐρ, διασχίζει την πόλη για να καταλήξει στον βράχο στα βορειοδυτικά του οροπεδίου που εκτείνεται η πόλη, δημιουργώντας τους περίφημους καταρράκτες της. Εκεί συναντάμε το γεωπάρκο των Καταρρακτών και το σπήλαιο που σχηματίζουν σε ένα τοπίο με πλούσια βλάστηση, το Υπαίθριο Μουσείο Νερού που αποτελείται από τον Αλευρόμυλο Γιαννάκη (Ενυδρείο-Ερπετάριο), το Βυρσοδεψείο Καρανικόλα, το Σησαμοτριβείο Περτσεμλή (Μύλος Γεύσεων και Μεσογειακής Διατροφής), τον Αλευρόλυλο Σαλαμπάση (Κέντρο Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης), το Σησαμοτριβείο Αρδίτσογλου (Μύλος του Νερού και των 5 Ανθρώπινων Αισθήσεων), το παλιό Μπατάνι και το Κανναβουργείο (μοναδικό βιομηχανικό μνημείο παγκόσμιας κληρονομιάς). Οι 7 διακλαδώσεις του Εδεσσαίου (Βόδα) ποταμού διασυνδέονται με τα υπόλοιπα σημαντικά υδάτινα στοιχεία της περιοχής, όπως η λίμνη Βεγορίτιδα και ο υγρότοπος του Άγρα, αλλά και τα λουτρά Πόζαρ και δημιουργούν τους «Δρόμους του Νερού».